Λέξη: κράμβη
Σχετικές λέξεις: κράμβη
η κράμβη, κράμβη τι ειναι, κτηνοτροφική κράμβη, λαχανικό κράμβη
Μεταφράσεις: κράμβη
κράμβη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rape, rapeseed, turnip, colza, canola
κράμβη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
violación, violar
κράμβη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
raps, raub, vergewaltigung, vergewaltigen, raubwirtschaft, Vergewaltigung, Raps, Vergewaltigungen, Vergewaltigungs
κράμβη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
colza, rave, pillage, ravir, viol, violer, le viol, viols, de viol
κράμβη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stuprare, stupro, colza, stupri, lo stupro, di colza
κράμβη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estupro, violação, colza, o estupro, de estupro
κράμβη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verkrachten, verkrachting, koolzaad, raapzaad, verkrachtingen, van verkrachting
κράμβη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
насильничать, растление, похищение, рапс, изнасилование, сурепка, изнасиловать, насиловать, изнасилования, рапса, изнасилований
κράμβη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
voldta, voldtekt, voldtekts, voldtekten, raps, voldtekter
κράμβη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
våldta, raps, våldtäkt, våldtäkter, våldtäkten, våldtäkts
κράμβη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raiskata, rypsi, raiskaus, raiskauksen, raiskaukset, raiskauksesta, rapsi
κράμβη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
voldtægt, raps, rybs-, rybsfrø, raps-
κράμβη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
znásilnit, olejka, unést, plenění, znásilnění, loupež, řepky, řepka, znásilňování, řepkový
κράμβη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgwałcić, rzepak, rzepa, rabunek, gwałcić, gwałt, zgwałcenie, zabór, rabować, uwodzić, zniewolenie, rzepaku, gwałtu, rzepakowy
κράμβη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elrablás, törköly, repce, megerőszakolás, erőszak, nemi erőszak, nemi erőszakot
κράμβη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kolza, tecavüz, kanola, rape, tecavüzün
κράμβη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викрадення, жадобу, жадібність, жадоба, ненажерливість, згвалтування, зґвалтування
κράμβη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përdhunim, përdhunimi, dhunimi, përdhunimin, përdhunimet
κράμβη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изнасилване, рапица, изнасилването, изнасилвания, рапично
κράμβη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
згвалтаванне, згвалтаваньне, згвалтавання, гвалт
κράμβη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vägistama, raps, vägistamine, vägistamise, rapsi, vägistamist, rape
κράμβη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oteti, repica-uljana, otmica, silovanje, silovanja, repica, repice, silovanjima
κράμβη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nauðga, nauðgun, nauðganir, nauðgunum, nauðgun í
κράμβη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rapsas, prievartavimas, išžaginimas, rapsų, rapsai
κράμβη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izvarošana, rapsis, rapša, rapšu, izvarošanu
κράμβη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
силувањето, силување, силувања, за силување, репка
κράμβη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
viol, rapiță, violul, de rapiță, violului
κράμβη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
unést, posilstvo, rape, posilstva, posilstvu, repica
κράμβη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
únos, znásilnenie, znásilnenia, znásilnení, znásilňovanie, znásilneniu
Τυχαίες λέξεις