Λέξη: κουτσομπόλης

Σχετικές λέξεις: κουτσομπόλης

άντρας κουτσομπόλης, δημήτρησ κουτσομπόλησ, ο κουτσομπόλης, κουτσομπόλησ συνώνυμα, κουτσομπόλης ετυμολογία

Συνώνυμα: κουτσομπόλης

σπερμολόγος, διαδίδων σκάνδαλα, σκανδαλοθήρας, κουσκουσούρης

Μεταφράσεις: κουτσομπόλης

κουτσομπόλης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gossip, gossiper, newsmonger, tale teller, tale bearer, scandalmonger

κουτσομπόλης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cotilleo, chisme, chismoso, gossiper, chismosa, cotilla

κουτσομπόλης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klatschtante, plauderei, plausch, klatschmaul, schwatzen, plaudermaul, tratschen, klatschbase, klappern, schwatz, gerede, geplauder, klatscherei, plappern, tratsch, klatsch, gossiper, Klatsch, Klatschakteur

κουτσομπόλης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commérer, commérage, ragoter, commère, cancans, qu'en-dira-t-on, cancaner, jaser, bavarder, bavardage, deviser, caqueter, potin, cancan, gossiper, bavard, médisant, calomniateur

κουτσομπόλης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pettegolo, diceria, chiacchierare, voce, pettegolezzo, chiacchierone, gossiper, pettegola

κουτσομπόλης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
groselha, fofoqueiro, fofoqueira, gossiper, tagarela

κουτσομπόλης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
babbelen, praatje, gebabbel, kwaadspreken, kletsen, gossiper, roddelaar

κουτσομπόλης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
краснобайство, сплетник, толки, молва, насплетничать, болтать, пустословить, кумушка, плотва, сплетня, сплетничать, шушукаться, болтовня, болтунья

κουτσομπόλης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gossiper

κουτσομπόλης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skvaller, gossiper, sladdertacka

κουτσομπόλης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuulopuhe, jutustella, turista, gossiper

κουτσομπόλης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gossiper

κουτσομπόλης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klevetit, klep, kecat, tlachat, drbat, povídat, klevetník, gossiper

κουτσομπόλης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
plotkować, plotkarstwo, gawęda, plotkowanie, gawędzić, bajczarz, plotka, plotkarz, poplotkować, paniusia, gossiper

κουτσομπόλης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gossiper

κουτσομπόλης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gevezelik, dedikodu, gossiper

κουτσομπόλης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поговір, балачки, плітки, плітка, базікати, брехуха, балакуха, базіка, Омлет

κουτσομπόλης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thashethemexhi

κουτσομπόλης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сплетни, gossiper

κουτσομπόλης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
балбатун, балбатуны, балбатуноў, балбатунам, балбатуна

κουτσομπόλης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuulujutt, klatimoor, klatšija, jutulevitaja, lobisejast, lobiseja

κουτσομπόλης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pričanje, ogovaranje, gossiper

κουτσομπόλης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gossiper

κουτσομπόλης στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fama

κουτσομπόλης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gossiper

κουτσομπόλης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gossiper

κουτσομπόλης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
gossiper

κουτσομπόλης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bârfă, pălăvrăgiu, bârfitoare, persoană bârfitoare

κουτσομπόλης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gossiper

κουτσομπόλης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klep, klebety, klebetnica, gossiper
Τυχαίες λέξεις