Belligérant στα ελληνικά
Μετάφραση: belligérant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εριστικός, επιθετικός, φιλοπόλεμος, εμπόλεμος, εμπόλεμη, εμπόλεμα, εμπόλεμης, εμπόλεμων
Μεταφράσεις
- belle-mère στα ελληνικά - πεθερά, την πεθερά
- belle-soeur στα ελληνικά - αδελφή του νόμου
- belliqueux στα ελληνικά - καβγατζής, εριστικός, φιλοπόλεμος, πολεμικός, μαχητικός, επιθετικός, φιλόνικος, ...
- belons στα ελληνικά - στενάζω, μουγκρίζω, μουγκρητό
Τυχαίες λέξεις
Belligérant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εριστικός, επιθετικός, φιλοπόλεμος, εμπόλεμος, εμπόλεμη, εμπόλεμα, εμπόλεμης, εμπόλεμων
Μεταφράσεις: εριστικός, επιθετικός, φιλοπόλεμος, εμπόλεμος, εμπόλεμη, εμπόλεμα, εμπόλεμης, εμπόλεμων