Καταβάλλω στα αγγλικά

Μετάφραση: καταβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vanquish, debilitate, overpower, overwhelm, overcome
Καταβάλλω στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: καταβάλλω

quash
  • ακυρώ
  • καταργώ
  • αναιρώ
  • καταβάλλω
  • συντρίβω
quell
  • καταβάλλω
  • δαμάζω
  • καταπνίγω
defeat
  • διαψεύδω
  • νικώ
  • ματαιώ
  • καταβάλλω
defray
  • καταβάλλω
  • πληρώνω
  • καλύπτω
subdue
  • υποτάσσω
  • καταβάλλω
  • δαμάζω
  • νικώ
overbear
  • καταβάλλω
  • υπερισχύω
  • κατισχύω
overcome
  • υπερισχύω
  • καταβάλλω
  • κατανικώ
vanquish
  • καταβάλλω
  • νικώ
bear down
  • καταβάλλω
  • φέρω κάτω
overpower
  • καταβάλλω
  • υπερισχύω
  • νικώ
  • δαμάζω
  • ακινητοποιώ
overwhelm
  • κατακλύζω
  • καταβάλλω
  • κατασκλαβώνω
  • καταπιέζω
debilitate
  • καταβάλλω
  • αδυνατίζω
  • εξουθενώ
  • εξασθενίζω

Σχετικές λέξεις: καταβάλλω

καταβάλλω στα αγγλικά, καταβάλλω προσπάθεια, καταβάλλω κλίση, καταβάλλω παρατατικος, καταβάλλω συνώνυμο, καταβάλλω λεξικό γλώσσας αγγλικά, καταβάλλω στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • κατήφεια στα αγγλικά - melancholy, gloom, moodiness, gloominess, dejection, pensiveness
  • κατήφορος στα αγγλικά - declivity, downhill, slippery slope, descent, the descent
  • καταβεβλημένος στα αγγλικά - haggard, rundown, weighed down, Debility, famished
  • καταβρέχω στα αγγλικά - dribble, souse, sprinkle
Τυχαίες λέξεις
Καταβάλλω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: vanquish, debilitate, overpower, overwhelm, overcome