Bois στα ελληνικά
Μετάφραση: bois, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάσος, ξύλο, ξυλεία, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bohême στα ελληνικά - Βοημία, Βοημίας, Bohemia, μποέμ παράδεισος, τη Βοημία
- boire στα ελληνικά - ποτό, το ποτό, ποτών, ποτά, ποτού
- boise στα ελληνικά - Boise, Μπουάζ, Μπόιζι, Μπόιζ
- boisement στα ελληνικά - αναδάσωση, δάσωση, δάσωσης, αναδάσωσης, τη δάσωση
Τυχαίες λέξεις
Bois στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάσος, ξύλο, ξυλεία, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο
Μεταφράσεις: δάσος, ξύλο, ξυλεία, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο