Capitulation στα ελληνικά

Μετάφραση: capitulation, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέφτω, πτώση, εκπίπτω, παραδίδω, συνθηκολόγηση, συνθηκολόγησης, τη συνθηκολόγηση, συνθηκολόγηση της, η συνθηκολόγηση
Capitulation στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • capitulai στα ελληνικά - συνθηκολογήσει, συνθηκολόγησε, συνθηκολόγησαν, συνθηκολόγηση, τη συνθηκολόγηση
  • capitule στα ελληνικά - συνθηκολογεί
  • capitulent στα ελληνικά - συνθηκολογό, συνθηκολογήσετε, συνθηκολογήση, συνθηκολογήσει, συνθηκολογήσουν
Τυχαίες λέξεις
Capitulation στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέφτω, πτώση, εκπίπτω, παραδίδω, συνθηκολόγηση, συνθηκολόγησης, τη συνθηκολόγηση, συνθηκολόγηση της, η συνθηκολόγηση