Λέξη: συγγνωστός
Σχετικές λέξεις: συγγνωστός
συγγνωστός πτωχός, μη συγγνωστός, συγγνωστός σημαίνει
Μεταφράσεις: συγγνωστός
συγγνωστός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
excusable, excused
συγγνωστός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
excusable, perdonable, disculpable, excusado, excusada, excusados, disculpado, justificadas
συγγνωστός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entschuldbar, verzeihlich, entschuldigt, Entschuldigung, entschuldigte, entschuldigen, befreit
συγγνωστός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
excusable, véniel, excusé, excusés, excusée, dispensé, excuser
συγγνωστός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scusati, scusato, scusata, perdonati, esonerato
συγγνωστός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desculpado, desculpou, dispensado, desculpados
συγγνωστός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verontschuldigd, excuseerde, verontschuldigde, geëxcuseerd, vrijgesteld
συγγνωστός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
простительный, извинился, извинилась, освобожден, освобождается, извинить
συγγνωστός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
unnskyldt, unnskyldte, fritatt, undskyldt, unnskyldes
συγγνωστός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ursäktas, ursäktad, ursäktade, befriade, befriad
συγγνωστός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
anteeksi, puolustella, antaa anteeksi, estettynä, esteeni
συγγνωστός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
undskyldes, undskyldt, undskyldte, fritaget, undskylde
συγγνωστός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
omluvitelný, omluvil, omluven, omluvila, omluvili, prominout
συγγνωστός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybaczalny, usprawiedliwiona, przeprosił, zwolniony, usprawiedliwione, usprawiedliwiane
συγγνωστός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megbocsátható, kimentette, elnézést, elnézést kért, ments, felmentést
συγγνωστός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mazur, muaf, mazeretli, Mazereti, mazeret
συγγνωστός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
простимий, вибачився, перепросив, попросив, попросив вибачення
συγγνωστός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
justifikohet, falësh, lirohet, arsye, lirohen
συγγνωστός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
извини, извинен, извинени, извинено
συγγνωστός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
папрасіў прабачэння, папрасіў, перапрасіў, выбачыўся, папрасіў прабачэньня
συγγνωστός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vabandatav, vabandada, vabanda, end vabandada, vabandas
συγγνωστός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opravdan, ispričao, ispriča, ispričala, opravdati
συγγνωστός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afsakaði, excused
συγγνωστός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atleisti, atleistas, pateisinti, pateisinamas
συγγνωστός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizbildinājās, attaisnot, atvainojās, attaisnojama, aizbildinātu
συγγνωστός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оправдани, простено, оправдано, извинето, извини
συγγνωστός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scuzat, scuză, scuze, scutit, scutiți
συγγνωστός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opravičevati, opraviči, opravičil, oprosti, opravičeno
συγγνωστός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ospravedlnil, ospravedlniť
Τυχαίες λέξεις