Chauffage στα ελληνικά

Μετάφραση: chauffage, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεσταίνω, καύσιμο, καύσιμα, τροφοδοτώ, θερμαίνω, ζέστη, θέρμανση, θέρμανσης, θερμάνσεως, τη θέρμανση, θερμαντικό
Chauffage στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chaudronnier στα ελληνικά - χαλκουργός, χαλκωματάς, χαλκουργού, χαλκέως, του χαλκουργού
  • chauffa στα ελληνικά - θερμαίνεται, θερμάνθηκε, θερμανθεί, ζεστάθηκε, θερμαίνονται
  • chauffant στα ελληνικά - θερμός, Θερμαινόμενα, Θερμαινόμενη, Θερμαινόμενος, θερμαινόμενου
Τυχαίες λέξεις
Chauffage στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεσταίνω, καύσιμο, καύσιμα, τροφοδοτώ, θερμαίνω, ζέστη, θέρμανση, θέρμανσης, θερμάνσεως, τη θέρμανση, θερμαντικό