Λέξη: σχήμα
Σχετικές λέξεις: σχήμα
σχήμα λόγου, σχήμα λιτότητας, σχήμα υπαλλαγής, σχήμα horner, σχήμα λόγου-χάρης & πάνος κατσιμίχας, σχήμα εκτός άξονα, σχήμα φρυδιών, σχήμα νυχιών, σχήμα εκτός άξονα θεσσαλονίκη, σχήμα κατά το νοούμενο
Συνώνυμα: σχήμα
μορφή, φόρμα, έντυπο υπόδειγμα, τρόπος, τύπος
Μεταφράσεις: σχήμα
σχήμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shape, form, Figure, shaped, Fig
σχήμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amoldar, horma, contorno, forma, configurar, forma de, la forma, shape, de forma
σχήμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
profilteil, fasson, formen, form, gestalt, gebilde, gestalten, Form, Gestalt
σχήμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
façonnez, effigie, façonner, configurer, forme, esquisse, modeler, pétrir, image, figure, former, façonnons, moule, modelage, façonnent, la forme, de forme, forme de, formes
σχήμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
formare, figura, forma, foggia, plasmare, contorno, foggiare, veste, forma di, la forma, di forma
σχήμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
plasmar, jeito, rasa, modelar, feitio, forma, formato, forma de, shape, a forma
σχήμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vorm, aangaan, omtrek, formeren, gedaante, vormen, de vorm, shape, vorm van
σχήμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
состоять, форма, деформироваться, вид, формироваться, очертания, болванка, образ, слагаться, формовать, очертание, физиономия, бланк, складываться, фигура, составляться, формы, форму, форме, формой
σχήμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
figur, skikkelse, form, fasong, formen, figuren
σχήμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fason, dana, gestalt, form, formen, storlek
σχήμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuosi, muoto, työstää, hahmo, muokata, muotoilla, muovata, muodon, muotoa, muotoon, muodoltaan
σχήμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
form, facon, formen, figur
σχήμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ztvárnit, podoba, formovat, tvořítko, utvářet, vytvarovat, obrábět, tvořit, tvarovat, kadlub, zformovat, tvar, postava, utvořit, tvaru, tvarem, forma
σχήμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kształt, wykształcić, ukształtowanie, wystrugać, forma, zarys, polatać, kształtowanie, kształtować, obraz, wygląd, kształtka, kondycja, połatać, ukształtować, urabiać, kształtu, kształcie, kształtów
σχήμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sablon, szelvényvas, jelenés, idomok, alakvas, alak, alakja, alakú, forma, alakját
σχήμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalıp, şekil, biçim, şekli, biçimi, şeklinde
σχήμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
болванка, форма, складатися, форму
σχήμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
formë, formën, forma, formë të, forma e
σχήμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фигура, форма, формата, формата на, форма на
σχήμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
форма
σχήμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kujund, vorm, kujundama, kuju, kujuga, korras, kujust
σχήμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lik, stanje, forma, obliku, obris, položaj, oblik, oblika, oblikom, oblikuju
σχήμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lögun, form, móta
σχήμα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vultus, forma
σχήμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
forma, formos, formą, pavidalo
σχήμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
forma, formas, formu, formai
σχήμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
форма, обликот, облик, формата, облик на
σχήμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
formă, forma, formei, formă de, forme
σχήμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oblika, oblike, obliko
σχήμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tvar, tvaru
Στατιστικά δημοτικότητας: σχήμα
Τυχαίες λέξεις