Combustible στα ελληνικά
Μετάφραση: combustible, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καύσιμο, καύσιμος, εύφλεκτος, τροφοδοτώ, καύσιμα, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- combler στα ελληνικά - εκπληρώνω, πλημμύρες, καταφέρω, αναπληρώ, ανεφοδιάζω, συντρίβω, ολόκληρος, ...
- combustibilité στα ελληνικά - ευφλεκτότητα, ευφλεκτότητας, αναφλεξιμότητας, εύφλεκτα, καυσιμότητα
- combustion στα ελληνικά - καύση, ανάφλεξη, καύσης, καύσεως, την καύση, της καύσης
- comestible στα ελληνικά - βρώσιμα, βρώσιμο, εδώδιμα, βρώσιμων, εδώδιμο
Τυχαίες λέξεις
Combustible στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καύσιμο, καύσιμος, εύφλεκτος, τροφοδοτώ, καύσιμα, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Μεταφράσεις: καύσιμο, καύσιμος, εύφλεκτος, τροφοδοτώ, καύσιμα, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων