Connexité στα ελληνικά
Μετάφραση: connexité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνδεση, σχέση, σύνδεσμος, ανταπόκριση, συνδεσιμότητα, σύνδεσης, συνδεσιμότητας, συνδετικότητα, συνδετικότητας
Μεταφράσεις
- accoler στα ελληνικά - σφίγγω, συνενώνω, κατατάσσομαι, αγκάλιασμα, σπιθαμή, ενώνω, αγκαλιάζω, ...
- affiliées στα ελληνικά - θυγατρικές, ΜΕΤΑΠΩΛΗΤΕΣ, θυγατρικών, Affiliates, τις θυγατρικές
- c'est στα ελληνικά - αυτό είναι, αυτή είναι, πρόκειται, είναι, αυτό
- capitaux στα ελληνικά - πρωτεύουσα, λεφτά, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Τυχαίες λέξεις
Connexité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνδεση, σχέση, σύνδεσμος, ανταπόκριση, συνδεσιμότητα, σύνδεσης, συνδεσιμότητας, συνδετικότητα, συνδετικότητας
Μεταφράσεις: σύνδεση, σχέση, σύνδεσμος, ανταπόκριση, συνδεσιμότητα, σύνδεσης, συνδεσιμότητας, συνδετικότητα, συνδετικότητας