Conquérir στα ελληνικά
Μετάφραση: conquérir, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολαβή, αιχμαλωσία, αποκτώ, κερδίζω, κατακτώ, νικώ, αιχμαλωτίζω, προμηθεύομαι, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acrylique στα ελληνικά - ακρυλικό, ακρυλικού, ακρυλικά, ακρυλική, ακρυλικές
- atome στα ελληνικά - άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
- bêcher στα ελληνικά - ψάχνω, κέντρισμα, νύξη, αναζητώ, λαξεύω, σαρκασμός, καλέμι, ...
- climatologue στα ελληνικά - Ο κλιματολόγος, κλιματολόγος, climatologist, κλιματολόγου, κλιματολόγος του
Τυχαίες λέξεις
Conquérir στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολαβή, αιχμαλωσία, αποκτώ, κερδίζω, κατακτώ, νικώ, αιχμαλωτίζω, προμηθεύομαι, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Μεταφράσεις: απολαβή, αιχμαλωσία, αποκτώ, κερδίζω, κατακτώ, νικώ, αιχμαλωτίζω, προμηθεύομαι, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν