Λέξη: ατομικός
Σχετικές λέξεις: ατομικός
ατομικός λέβητας αερίου, ατομικός αριθμός οξυγόνου, ατομικός λογαριασμός ασφάλισης, ατομικός αριθμός, ατομικός φάκελος οπλίτη, ατομικός λογαριασμός ικα, ατομικός αριθμός στοιχειων, ατομικός λέβητας φυσικού αερίου, ατομικός λογαριασμός ασφάλισης εγγραφη, ατομικός αριθμός θείου
Συνώνυμα: ατομικός
διασπάσιμος, προσωπικός
Μεταφράσεις: ατομικός
ατομικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
atomic, individual, personal, an individual, from individual
ατομικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
privado, individual, atómico, individuo, persona, individuales, particulares
ατομικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nuklear, kerntechnisch, eigenwillig, einzelperson, individuell, person, einzelwesen, atomar, Einzelne, Person, Einzelperson, Individuum
ατομικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
curieux, individuel, mortel, individu, propre, original, personnage, personne, particulier, singulier, individuelle
ατομικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
individuo, singolo, individuale, persona, atomico, singoli, singola
ατομικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nuclear, indivíduo, personagem, pessoa, sujeito, pessoal, indiferente, individual, individuais, individualmente
ατομικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoofdelijk, enkeling, kerel, menselijk, knul, atomair, personage, nucleair, individueel, persoon, vent, persoonlijk, snuiter, individu, afzonderlijk, individuele, afzonderlijke
ατομικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
особенный, ядерный, одиночный, дифференцированный, субъект, единоличный, особа, характерный, личность, персона, человек, атомный, личный, атонический, лицо, индивидуальный, индивидуальная, индивид
ατομικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
individ, individuell, person, individuelle, enkelte, enkelt
ατομικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enskild, individuell, individ, personlig, individuella, enskilda
ατομικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksilö, epäsovinnainen, yksilöllinen, yksittäinen, yksittäisten, yksittäisiä
ατομικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
person, dødelig, individuel, individ, individuelle, enkelte, enkelt
ατομικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svérázný, osobitý, atomový, zvláštní, jedinec, individuální, osoba, jednotlivý, člověk, samostatný, jednotlivec, atomický, jednotlivé
ατομικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
indywiduum, osobliwy, osobisty, osoba, osobnik, jednostka, jednolity, oryginał, poszczególny, indywidualny, atomistyczny, atomowy, pojedynczy, człowiek, samodzielny
ατομικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
atommeghajtású, egyén, egyéni, egyes, egyedi, az egyes
ατομικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bireysel, birey, tek tek, tek, ayrı, kişisel
ατομικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
атомний, атомне, невідворотний, атомна, людина, осіб, чоловік, людей
ατομικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
individual, individ, individuale, individi, individit
ατομικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
атомния, човек, индивидуален, индивид, индивидуална, индивидуално, индивидуалната
ατομικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чалавек
ατομικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
indiviid, imepisike, individuaalne, üksikute, individuaalse, individuaalsete, individuaalseid
ατομικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osoban, atomski, pojedinih, individualnu, zasebni, pojedinac, pojedinačni, individualni, individualna, pojedinačna
ατομικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einstakur, einstaklingur, einstök, einstakra, maðurinn, einstaklingurinn
ατομικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žmogus, atominis, asmuo, individualus, individualios, atskirų, individuali
ατομικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cilvēks, persona, mirstīgais, indivīds, individuāls, individuālā, individuāla, individuālo
ατομικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поединец, индивидуални, поединечни, индивидуалните, индивидуална
ατομικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
individual, muritor, atomic, individuale, individuală, individ, persoană
ατομικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posameznik, individualna, posameznika, individualno, individualni
ατομικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jednotlivý, osobitý, jedinec, jednotlivec, individuálne, individuálna, individuálny, individuálnej, individuálnu
Στατιστικά δημοτικότητας: ατομικός
Τυχαίες λέξεις