Déchaîner στα ελληνικά

Μετάφραση: déchaîner, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστηλώνω, ξεσηκώνω, σηκώνω, ανατρέφω, διεγείρω, υψώνω, αποδεσμεύω, ελευθερώνω, ελευθερώ, λύω από τα δεσμά
Déchaîner στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accoutumance στα ελληνικά - έξη, συνήθεια, εξάρτηση, εθισμός, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, ...
  • amalgama στα ελληνικά - Αμάλγαμα
  • amassés στα ελληνικά - έθεσε, ανέκυψαν, προέβαλε, αυξηθεί, εγείρει
Τυχαίες λέξεις
Déchaîner στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστηλώνω, ξεσηκώνω, σηκώνω, ανατρέφω, διεγείρω, υψώνω, αποδεσμεύω, ελευθερώνω, ελευθερώ, λύω από τα δεσμά