Défléchir στα ελληνικά

Μετάφραση: défléchir, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτρέπομαι, αποκλίνω, παρεκτρέπω, εκτρέπω, φάλτσο, παρεκκλίνω, λοξοδρομώ, εκτρέψει, εκτρέψουν, εκτροπή, εκτρέπει, εκτρέπουν
Défléchir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blindé στα ελληνικά - θωρακισμένος, θωρακισμένα, θωρακισμένο, τεθωρακισμένα, θωρακισμένων
  • carrure στα ελληνικά - ολική, θέση, διαμέτρημα, κατάσταση, ώμους, τους ώμους, ώμοι, ...
  • chronographe στα ελληνικά - χρονογράφου, Χρονογράφος, Chronograph, Χρονογράφο, ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ
Τυχαίες λέξεις
Défléchir στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτρέπομαι, αποκλίνω, παρεκτρέπω, εκτρέπω, φάλτσο, παρεκκλίνω, λοξοδρομώ, εκτρέψει, εκτρέψουν, εκτροπή, εκτρέπει, εκτρέπουν