Dépenser στα ελληνικά

Μετάφραση: dépenser, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκστομίζω, εκδίδω, απόλυτος, σταγόνα, σοδειά, μειώνομαι, ξοδεύω, προσκομίζω, αναδίνω, ξεστομίζω, θέμα, καθαρός, ρανίδα, παραγωγή, επιμελούμαι, παράγω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν
Dépenser στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acculés στα ελληνικά - γωνιαίος, στριμώξει, στρίμωξε, εγκλωβίστηκαν, στριμωγμένος
  • avancées στα ελληνικά - προχωρημένος, προκαταβολές, προκαταβολών, προόδους, εξελίξεις, πρόοδος
  • bosse στα ελληνικά - βαθούλωμα, καρούμπαλο, κραδασμός, καμπούρα, προεξοχή, στραπατσάρισμα, βώλος, ...
  • combattent στα ελληνικά - μάχομαι, μάχη, καταπολεμώ, πάλη, αγώνας, καταπολέμηση, αγώνα
Τυχαίες λέξεις
Dépenser στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκστομίζω, εκδίδω, απόλυτος, σταγόνα, σοδειά, μειώνομαι, ξοδεύω, προσκομίζω, αναδίνω, ξεστομίζω, θέμα, καθαρός, ρανίδα, παραγωγή, επιμελούμαι, παράγω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν