Docilité στα ελληνικά

Μετάφραση: docilité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποταγή, ευκατέργαστο, docility, υπάκουει, ευπείθεια, πραότητά
Docilité στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abaissez στα ελληνικά - ελαττώνω, περιορίζω, μειώνω, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, χαμηλότερη, ...
  • abusés στα ελληνικά - κατάχρηση, κακοποιηθεί, καταχράστηκε, καταχραστεί, κατάχρηση της
  • astreindre στα ελληνικά - εξαναγκάζω, κάνω, βία, δύναμη, υποχρεώνω, εξωθώ, φτιάχνω, ...
  • bourratif στα ελληνικά - γέμισμα, χορταστικός, σφράγισμα, ανιαρός, βαρύς, συντηρητικές, δύσπεπτος, ...
Τυχαίες λέξεις
Docilité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποταγή, ευκατέργαστο, docility, υπάκουει, ευπείθεια, πραότητά