Doué στα ελληνικά

Μετάφραση: doué, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανός, ταλαντούχος, προικισμένος, κατάλληλος, επιρρεπής, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
Doué στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absente στα ελληνικά - απών, απουσιάζει, απούσα, απουσιάζουν, απουσίας
  • analysés στα ελληνικά - αναλύονται, αναλύθηκαν, αναλύεται, αναλυθεί, ανέλυσε
  • aval στα ελληνικά - υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
  • bâclées στα ελληνικά - κακότεχνη, προχειρότητα
Τυχαίες λέξεις
Doué στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανός, ταλαντούχος, προικισμένος, κατάλληλος, επιρρεπής, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους