Προικισμένος στα γαλλικά
Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apte, talentueux, doué, doués, douée, talent
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προικισμένος
προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας γαλλικά, προικισμένος στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- προθυμία στα γαλλικά - animation, alacrité, prestesse, disponibilité, empressement, ferveur, avidité, ...
- προικίζω στα γαλλικά - doter, dotent, dotez, douer, gratifier, munir, équiper, ...
- προικοδότηση στα γαλλικά - subvention, dotation, fondation, donation, talent, don, fonds de dotation, ...
- προκαλώ στα γαλλικά - déduire, procès, induisons, engendrer, causez, susciter, pousser, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: apte, talentueux, doué, doués, douée, talent
Μεταφράσεις: apte, talentueux, doué, doués, douée, talent