Enchevêtrer στα ελληνικά

Μετάφραση: enchevêtrer, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεμβαίνω, περίπλοκος, παρεμβαίνω, πολύπλοκος, περιπλέκω, μπλέξιμο, κουβάρι, εμπλοκής, μπέρδεμα, σύγχυση
Enchevêtrer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • analysées στα ελληνικά - αναλύονται, αναλύθηκαν, αναλύεται, αναλυθεί, ανέλυσε
  • appréhension στα ελληνικά - φόβος, φοβάμαι, σφίγγω, ανησυχία, συλλαμβάνω, πιάνω, τρόμος, ...
  • capotées στα ελληνικά - θόλος, κουβούκλιο, τέντα, θόλο, κομοστέγης
Τυχαίες λέξεις
Enchevêtrer στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεμβαίνω, περίπλοκος, παρεμβαίνω, πολύπλοκος, περιπλέκω, μπλέξιμο, κουβάρι, εμπλοκής, μπέρδεμα, σύγχυση