Entraînent στα ελληνικά

Μετάφραση: entraînent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγώ, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Entraînent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acheta στα ελληνικά - αγόρασε, αγοράζονται, αγόρασαν, αγοράσει, αγοραστεί
  • anorak στα ελληνικά - ανοράκ, αδιάβροχο σακάκι με κουκούλα, άνορακ, άνορακ με
  • attribuée στα ελληνικά - ανατεθεί, αποδίδεται, εκχωρηθεί, ανατίθενται, ειδικό προορισμό
  • bâchent στα ελληνικά - καλύπτω
Τυχαίες λέξεις
Entraînent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγώ, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί