Λέξη: πλεονεκτικός
Συνώνυμα: πλεονεκτικός
επωφελής, συμφέρων
Μεταφράσεις: πλεονεκτικός
πλεονεκτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
advantageous, advantageously, advantageous to, advantageous in, a privileged
πλεονεκτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
favorable, provechoso, ventajoso, ventajosa, ventajosas, ventajosos, ventaja
πλεονεκτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorteilhaft, vorteilhaften, vorteilhafte, von Vorteil
πλεονεκτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avantageux, bon, prospère, profitable, favorable, utile, propice, avantageuse, avantageuse appréciée, avantageuses, intéressant
πλεονεκτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vantaggioso, proficuo, vantaggiosa, vantaggiose, vantaggio, conveniente
πλεονεκτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vantajoso, propício, favorável, vantajosa, vantajosas, vantajosos, vantagem
πλεονεκτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goedgezind, toegenegen, welgezind, bevorderlijk, gunstig, voordelig, voordelige, voordeligste, gunstige
πλεονεκτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
способствующий, выигрышный, благоприятный, полезный, выгодный, выгодно, выгодным, предпочтительным, выгодное
πλεονεκτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fordelaktig, fordelaktige, fordel, en fordel
πλεονεκτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fördelaktig, fördelaktigt, fördelaktiga, fördel
πλεονεκτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edullinen, suopea, otollinen, hyödyllinen, edullista, edullisin, edullisia, edullisen
πλεονεκτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gunstig, nyttig, fordelagtig, fordelagtige, fordelagtigt, fordel, en fordel
πλεονεκτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prospěšný, výhodný, příznivý, výhodné, výhodná, výhodnější
πλεονεκτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
korzystny, pomyślny, korzystne, korzystna, korzystnie
πλεονεκτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
előnyös, kedvező, elõnyös, legelőnyösebb
πλεονεκτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kârlı, yararlı, avantajlı, avantajlıdır, avantaj, avantajlı bir
πλεονεκτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
корисний, сприятливий, вигідний, найвигідніший, вигідніший, вигідне
πλεονεκτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i favorshëm, dobiprurës, dobishme, e dobishme, favorshëm
πλεονεκτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изгоден, благоприятен, изгодно, предимство, изгодна
πλεονεκτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выгадны, выгодны
πλεονεκτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasulik, soodne, soodsam, soodsama, soodsaim
πλεονεκτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
korisni, podesan, koristan, povoljniji, povoljan, prednost, korisno, povoljno, prednosti
πλεονεκτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagstæður, hagstæðar, hagkvæmt, kostur, gagnlegt
πλεονεκτικός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
utilis
πλεονεκτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
palankus, naudingas, naudinga, naudingiausias, palanki, naudingiausio
πλεονεκτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdevīgs, izdevīgi, izdevīga, labvēlīgs, izdevīgāka
πλεονεκτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поволна, поволни, најповолната, предност, корисно
πλεονεκτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
avantajos, avantajoasă, avantajoase, avantajoasă din, avantajoase din
πλεονεκτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ugodna, ugodno, najugodnejša, koristno, ugodne
πλεονεκτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výhodný, výhodnú, výhodná, výhodné