Gravité στα ελληνικά

Μετάφραση: gravité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυστηρότητα, έλκεται, έλκονται, επικάθεται, κατέρχεται λόγω βαρύτητας, λόγω βαρύτητας
Gravité στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • braillard στα ελληνικά - φωνακλάς
  • cabines στα ελληνικά - καμπίνες, καμπινών, καμπίνων, καμπίνα, τις καμπίνες
  • caricatural στα ελληνικά - γελοιογραφία, καρικατούρα, γελοιογραφίας, καρικατούρας, παρωδία
Τυχαίες λέξεις
Gravité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυστηρότητα, έλκεται, έλκονται, επικάθεται, κατέρχεται λόγω βαρύτητας, λόγω βαρύτητας