Λέξη: πρηνής

Σχετικές λέξεις: πρηνής

η πρηνής, πρηνής θέση, πρηνής θέση του σκοπευτή

Συνώνυμα: πρηνής

μπρούμυτα, ρέπων, επικλινής

Μεταφράσεις: πρηνής

πρηνής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prone, procumbent, prostrate

πρηνής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
propenso, procumbente, procumbentes

πρηνής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anfällig, liegend, procumbent, liegenden, liegenden Holz, niederliegenden

πρηνής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
disposé, enclin, procumbent, procombant, procombantes, couchées

πρηνής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incline, prono, procumbent, prostrato

πρηνής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
procumbente, procumbent, procumbentes, deitado de bruços, prostrado

πρηνής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vooroverliggend, procumbent, liggende, langs de grond groeiend

πρηνής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предрасположенный, покатый, склонный, наклонный, ползучий, распростертое, простертые, стелющийся

πρηνής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
procumbent

πρηνής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
KRYPANDE, LIGGANDE PÅ MAGEN

πρηνής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
altis, taipuvainen, procumbent

πρηνής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
procumbent

πρηνής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náchylný, poléhavý, procumbent

πρηνής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pochyły, pochylony, skłonny, rozpostarty, rozesłany, procumbent, procumbent w

πρηνής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elterült, heverő

πρηνής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
procumbent

πρηνής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оголошення, повзучий, повзуче, повзуча

πρηνής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përmbys, i plandosur, i shtrirë përdhe, plandosur, i shtirë përmbys, shtirë përmbys

πρηνής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
склонния, пълзящ, легнал, проснат

πρηνής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паўзучы, паўзучая

πρηνής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
procumbent

πρηνής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
licem nadole

πρηνής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
procumbent

πρηνής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Płożący, Guļošs, Išdalytas

πρηνής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ložņājošs, guļošs

πρηνής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
procumbent

πρηνής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
procumbent

πρηνής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
procumbent

πρηνής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náchylný, poliehavý, poliehavá
Τυχαίες λέξεις