Impassible στα ελληνικά

Μετάφραση: impassible, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατάραχος, αναίσθητος, αδρανής, ανεπηρέαστος, χλιαρός, κρύος, κρυολόγημα, πούντα, απαθής, απαθείς, απαθή, απαθές
Impassible στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agamemnon στα ελληνικά - Αγαμέμνων, Αγαμέμνονα, Ο Αγαμέμνων, Αγαμέμνονας, του Αγαμέμνονα
  • atomiseur στα ελληνικά - ψεκάζω, ψεκαστήρας, ψεκαστήρα, ατομοποιητή, atomizer, ατμοποίησης
  • choquent στα ελληνικά - σοκ, κραδασμός, κρούση, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
  • commençant στα ελληνικά - έναρξη, αρχή, αρχίζει, ξεκινούν, αρχίζουν, που ξεκινούν
Τυχαίες λέξεις
Impassible στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατάραχος, αναίσθητος, αδρανής, ανεπηρέαστος, χλιαρός, κρύος, κρυολόγημα, πούντα, απαθής, απαθείς, απαθή, απαθές