Imposer στα ελληνικά

Μετάφραση: imposer, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, ίζημα, δύναμη, επαναθέτω, φορολογώ, φόρος, προβληματίζω, επιβάλλω, προσχώνω, βία, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει
Imposer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bistrot στα ελληνικά - μπαρ, παμπ, pub, μπυραρία, επίσημων γευμάτων
  • boudai στα ελληνικά - Boudai
  • comprimer στα ελληνικά - περιορίζω, καταπνίγω, συμπαγής, συνοψίζω, συμπιέζω, αποκρύπτω, υγροποιώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Imposer στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, ίζημα, δύναμη, επαναθέτω, φορολογώ, φόρος, προβληματίζω, επιβάλλω, προσχώνω, βία, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει