Λέξη: νεανικός

Σχετικές λέξεις: νεανικός

νεανικός διαβήτης, νεανικός διαβήτης συμπτώματα, νεανικός διαβήτης τυπου 1, νεανικός επιμορφωτικός όμιλος σύρου, νεανικός καταρράκτης, νεανικός διαβήτης θεραπεια, νεανικός πολύποδας, νεανικός σακχαρώδης διαβήτης, νεανικός ιδεαλισμός, νεανικός συστηματικός ερυθηματώδης λύκος

Συνώνυμα: νεανικός

παιδικός, νέος, νεαρός

Μεταφράσεις: νεανικός

νεανικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
juvenile, youthful, youth, the youth, juvenile onset

νεανικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adolescente, juvenil, joven, juventud, juveniles, de juventud

νεανικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jugendlich, jung, jugendlichen, jugendliche, jugendliches

νεανικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jeune, puéril, adolescent, juvénile, nouveau, frais, jouvenceau, mineur, jeunesse, de jeunesse, la jeunesse

νεανικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giovane, minorenne, giovanile, youthful, giovinezza, giovanili

νεανικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jovem, juventude, justificar, juvenil, jovial, da juventude

νεανικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jeugdig, jong, jeugdige, youthful, jonge

νεανικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
живой, молодой, подросток, птенец, юный, ранний, моложавый, юноша, малолетний, новый, энергичный, юношеский, юношеская, молодости

νεανικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ungdommelig, ungdommelige, unge, ung, yngre

νεανικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ungdomlig, ung, ungdomliga, ungdomligt, ungdom, ungdoms

νεανικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nuori, nuorekas, epäkypsä, alaikäinen, nuorekkaan, nuoruuden, nuorekasta

νεανικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ungdommelige, ungdommelig, ungdommeligt, unge, ung

νεανικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nedospělý, mladický, nový, dospívající, mladistvý, mladý, mladík, svěží, mladá, mladistvá

νεανικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyrostek, młodzieńczy, młodociany, młody, małoletni, podrostek, młodzieniec, młodzieńcza, młodzieńcze

νεανικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fiatalos, ifjúi, fiatalkorú, ifjúkori, fiatalkori, ifjonti, fiatal, ifjú, a fiatalos, fiatalosabb

νεανικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gençlik, genç, genç bir, gençlik dolu

νεανικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
молодь, юнацтво, молодість, юнацький, отрочний, юність, юнак, молодий, молодої, молода, молодою, молодій

νεανικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rinor, rinore, i ri, rinore e, më rinore

νεανικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
юдей, младолик, млад, младежки, младостта, младежка

νεανικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
малады, маладой, молодой

νεανικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
noor, nooruslik, noorpõlve, alaealine, noorusliku, nooruslikku, nooruslikumaks

νεανικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mlad, maloljetnik, snažan, mladićki, svjež, mladić, mladenački, mladolik, mladenačke, mladenačkih, mladenačka

νεανικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unglegur, unglegri

νεανικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jaunuoliškas, jaunatviškas, jaunatvišką, jaunatviška, jaunystės, jaunas

νεανικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jauneklīgs, jaunības, jauneklīgāku, jauneklīga, jauneklīgā

νεανικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
младешки, младешка, младешкиот, млади, млад

νεανικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tineresc, tinerească, tinereasca, tânără, tânăr

νεανικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mladosten, mladostna, mladostno, mladostni, mladostne

νεανικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mladistvý
Τυχαίες λέξεις