Infirmière στα ελληνικά
Μετάφραση: infirmière, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- armoire στα ελληνικά - σερβάντα, μπουφές, ντουλάπα, ντουλάπι, σκευοθήκη, υπουργικό συμβούλιο, ερμάριο, ...
- cabala στα ελληνικά - καμπάλα
- chanoine στα ελληνικά - κανόνας, Canon, της Canon, κανόνι, η Canon
- cocoter στα ελληνικά - βρομιά, βρόμα, βρομώ
Τυχαίες λέξεις
Infirmière στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Μεταφράσεις: νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα