Invention στα ελληνικά
Μετάφραση: invention, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύλληψη, τέχνασμα, εφεύρεση, καινοτομία, σχεδιασμός, συσκευή, φαντασία, μηχάνημα, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accomplissant στα ελληνικά - εκπλήρωση, πραγματοποιώντας, επίτευξη, ολοκλήρωση, την επίτευξη
- adoration στα ελληνικά - λατρεία, λατρεύω, λατρείας, τη λατρεία, η λατρεία, της λατρείας
- adverbe στα ελληνικά - επίρρημα, επιρρήματος, το επίρρημα
- casqué στα ελληνικά - κράνος, κρανοφόρος, κρανοφόρων, κρανοφόρα, κρανοφόρου
Τυχαίες λέξεις
Invention στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύλληψη, τέχνασμα, εφεύρεση, καινοτομία, σχεδιασμός, συσκευή, φαντασία, μηχάνημα, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης
Μεταφράσεις: σύλληψη, τέχνασμα, εφεύρεση, καινοτομία, σχεδιασμός, συσκευή, φαντασία, μηχάνημα, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης