Investissent στα ελληνικά
Μετάφραση: investissent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επένδυση, επενδύοντας, επενδύουν, επενδυτικού, επενδυτικό
Μεταφράσεις
- asperge στα ελληνικά - σπαράγγι, σπαράγγια, σπαραγγιών, τα σπαράγγια, σπαραγγιού
- assura στα ελληνικά - βέβαιος, εξασφαλισμένη, διαβεβαίωσε, εξασφαλισμένες, εξασφαλισμένης
- bouclent στα ελληνικά - πόρπη, πόρπης, αγκράφα, πόρπη της, της πόρπης
- brodée στα ελληνικά - Κεντημένα, Κεντημένες, Κεντημένοι, Κεντημένο, Κεντητά
Τυχαίες λέξεις
Investissent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επένδυση, επενδύοντας, επενδύουν, επενδυτικού, επενδυτικό
Μεταφράσεις: επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επένδυση, επενδύοντας, επενδύουν, επενδυτικού, επενδυτικό