Involontaire στα ελληνικά
Μετάφραση: involontaire, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναίσθητος, ακούσιος, ακούσια, ακούσιες, ακούσιας, ακουσίων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- achoppement στα ελληνικά - στένωση, φράγμα, παρεμβολή, μπάρα, στηρίγματα, εμπόδιο, φραγμός, ...
- acérer στα ελληνικά - στίγμα, αιχμή, ξύνω, ακονίζω, επισημαίνω, δείχνω
- codicille στα ελληνικά - κωδίκελλος, κωδικέλλου, κωδίκελλο, έγγραφη πράξη, πρόσθετη πράξη
Τυχαίες λέξεις
Involontaire στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναίσθητος, ακούσιος, ακούσια, ακούσιες, ακούσιας, ακουσίων
Μεταφράσεις: αναίσθητος, ακούσιος, ακούσια, ακούσιες, ακούσιας, ακουσίων