Λέξη: διαδραματίζω
Σχετικές λέξεις: διαδραματίζω
διαδραματίζω ορισμός, διαδραματίζω προταση, διαδραματίζω βικιλεξικο, διαδραματίζω αγγλικά, διαδραματίζω ρόλο, διαδραματίζω συνώνυμο
Μεταφράσεις: διαδραματίζω
διαδραματίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
happen, play, plays, They play, It plays, plays a
διαδραματίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
llegar, ocurrir, acaecer, suceder, pasar, acontecer, venir, sobrevenir, jugar, desempeñar, reproducir, juegue, tocar
διαδραματίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stattfinden, passieren, geschehen, spielen, zu spielen, spielt, Spiel
διαδραματίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
devenir, arriver, venir, advenir, intervenir, jouer, lire, jeu, jouer à, jouer de
διαδραματίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cogliere, accadere, passare, succedere, giocare, riprodurre, svolgere, suonare, gioco
διαδραματίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vir, advir, pender, incidir, acontecer, haver, jogar, desempenhar, reproduzir, tocar, desempenham
διαδραματίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toegaan, gebeuren, spelen, te spelen, afspelen, speelt, speel
διαδραματίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
быть, оказываться, выдаваться, произойти, стрястись, встретить, разыгрываться, свершиться, совершиться, состояться, твориться, случиться, бывать, издаваться, случаться, происходить, играть, играют, сыграть, играть в, воспроизводить
διαδραματίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skje, spille, spiller, spille av, leke, spille i
διαδραματίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inträffa, ske, spela, spelar, spela upp, leka, spelar du
διαδραματίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sattua, tapahtua, esiintyä, tavata, törmätä, käydä, pelata, pelaat, toistaa, pelaajalle, leikkiä
διαδραματίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ske, spille, spiller, afspille, at spille, lege
διαδραματίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
docházet, nastat, přihodit, hrát, hrají, přehrávat, přehrát, přehrávání
διαδραματίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przydarzać, zdarzać, przydarzyć, zaistnieć, natrafić, zdarzyć, trafić, wydarzyć, znajdować, grać, zagrać, gra, odegrać, grać w
διαδραματίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
játék, játszani, játszanak, játszodjunk az, játszik
διαδραματίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
olmak, oyun, oynamak, çalmak, oynamaya, oynatmak
διαδραματίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зустрінути, виявлятись, статися, бувати, зустріти, грати, запис видалений, видалений, запис, відігравати
διαδραματίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndodh, luaj, luajnë, luajë, luajtur, të luajtur
διαδραματίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
играя, свиря, играе, играят, играете
διαδραματίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыстань, прыходзiць, адбыцца, гуляць, граць, іграць
διαδραματίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
toimuma, juhtuma, mängima, mängida, mängimiseks, mängivad, mängi
διαδραματίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
igrati, igrati s, igra, igraju, reproducirati
διαδραματίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verða, henda, spila, spilað, leika, góðir, að spila
διαδραματίζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
evenio
διαδραματίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žaisti, atlikti, sužaisti, vaidinti, vaidina
διαδραματίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
notikt, spēlēt, atskaņot, būt, spēlē, atskaņotu
διαδραματίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
игра, играат, да игра, се игра, да играат
διαδραματίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
joacă, juca, joace, joci, juca un
διαδραματίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nastat, igra, igrajo, predvajanje, igrati, predvajati
διαδραματίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hrať, zohrávať