Justifient στα ελληνικά

Μετάφραση: justifient, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιολογώ, δικαιώνω, ένταλμα, εντάλματος, ΔΑΜ, δικαιολογούν
Justifient στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amorcée στα ελληνικά - ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να
  • anathème στα ελληνικά - ανάθεμα, απαγορεύω, αποκλεισμός, απαγόρευση, αποκλείω, κατάρα, ανάθεμα για, ...
  • antécédents στα ελληνικά - πρόγονοι, προηγούμενα, προγόνους, προηγηθέντα, προηγούμενα κρούσματα
  • chimique στα ελληνικά - χημικός, χημική ουσία, χημική, χημικών, χημικές
Τυχαίες λέξεις
Justifient στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιολογώ, δικαιώνω, ένταλμα, εντάλματος, ΔΑΜ, δικαιολογούν