Λέξη: ταράζω

Σχετικές λέξεις: ταράζω

ταράζω τα νερά στα αγγλικά, ταράζω τα νερά, ταράζω συνωνυμα

Συνώνυμα: ταράζω

ταράσσω, αναδεύω, ανακινώ

Μεταφράσεις: ταράζω

ταράζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
churn, agitate

ταράζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
revolver, agitar, agite, agita, agitando, agitan

ταράζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
agitieren, aufregen, hetzen, rühren, schütteln

ταράζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
barattage, baratte, tourbillonner, agiter, agitation, l'agiter, l'agitation, agitez

ταράζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
zangola, agitare, agitarsi, agitazione, agitate, mobilitarsi

ταράζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agitar, agite, agitam, agita, agitá

ταράζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
karnen, agiteren, roeren, schudden, bewegen, ageren

ταράζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
маслобойка, бидон, фляга, пахтать, мешалка, сбивать, агитировать, перемешивать, волновать, агитацию, агитируют

ταράζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjerne, agitere, omrøre, agitate, å agitere, rist

ταράζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
agitera, skaka, röra, omröra, röra om

ταράζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
velloa, tonkka, hinkki, kirnuta, kirnu, ravistaa, yllyttää, sekoittaa, seosta hämmennetään, heiluttele, kiihdyttää

ταράζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
agitere, omrøre, omrystes, omrør, omryst

ταράζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vířit, máselnice, agitovat, třepejte, míchat, se protřepává

ταράζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kierzanka, maselnica, kłębić, maślnica, mieszać, agitować, wstrząsać, podniecać, wzburzyć

ταράζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megmozgat, agitálni, felkavarni

ταράζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çalkalamak, ajite, kışkırtmak, tahrik etmek, sallamak

ταράζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маслоробка, агітувати, агітуватиме, агітуватимуть

ταράζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shqetësoj, trazoj, shkund, bëj agjitacion, ngre zërin

ταράζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
агитирам, възбуждам, обмислям, обсъждам, вълнувам

ταράζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агітаваць

ταράζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kloppima, kiirkäive, agiteerima, kolvi sisu segatakse, loksuta, mida loksutatakse, loksutamiseks

ταράζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bućkalica, agitirati, huškati, miješati, mućkati, raspravljati

ταράζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Hristið, hrista, agitate, róti, koma róti

ταράζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
agituoti, neplakite, kratyti, plakti, sujudinti

ταράζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kratīt, purināt, aģitēt, maisīt, satraukt

ταράζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
агитира, агитираат, агитираме, да агитира, агитираа

ταράζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agita, agită, se agită, agite, agitați

ταράζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pretresite, tresite, pretresemo, agitirata, Mućkati

ταράζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
agitovať, agitovat
Τυχαίες λέξεις