Justifier στα ελληνικά

Μετάφραση: justifier, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφορμή, ουσιαστικό, τεκμηριώνω, επιχειρηματολογώ, συγχωρώ, διαδηλώνω, αποδεικνύω, δικαιολογώ, διαπληκτίζομαι, δικαιώνω, δείχνω, δικαιολογία, απαλλάσσω, ένταλμα, διαφωνώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Justifier στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abrutis στα ελληνικά - ηλίθιοι, βλάκες, ηλιθίων, ηλίθιους, διανοητικώς καθυστερημένους
  • allongé στα ελληνικά - μακρόστενο, επιμήκης, ξαπλωμένη, ξαπλωμένος, ξαπλωμένο, πέσει στο έδαφος, πέσει
  • cherchée στα ελληνικά - αναζήτησε, ζητείται, επιδιώκεται, ζήτησε, επιδίωξε
  • collaboration στα ελληνικά - συμβολή, συνεργασία, συνεισφορά, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, η συνεργασία
Τυχαίες λέξεις
Justifier στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφορμή, ουσιαστικό, τεκμηριώνω, επιχειρηματολογώ, συγχωρώ, διαδηλώνω, αποδεικνύω, δικαιολογώ, διαπληκτίζομαι, δικαιώνω, δείχνω, δικαιολογία, απαλλάσσω, ένταλμα, διαφωνώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν