Λέξη: αίμα

Σχετικές λέξεις: αίμα

αίμα στο σάλιο, αίμα πριν την περίοδο, αίμα ονειροκρίτης, αίμα στα κόπρανα, αίμα στην εγκυμοσύνη, αίμα στα ούρα, αίμα από τη μύτη, αίμα μετά την περίοδο, αίμα δάκρυα & ιδρώτας, αίμα μετά την επαφή, το αίμα

Συνώνυμα: αίμα

αιματοχυσία, φόνος, συγγένεια

Μεταφράσεις: αίμα

αίμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blood, the blood, blood of, blood is

αίμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
linaje, sangre, la sangre, de sangre, arterial, sanguíneo

αίμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blut, herkunft, abstammung, Blut, Blutes

αίμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ascendance, provenance, origine, parage, sang, naissance, descendance, sanguin, souche, le sang, artérielle, sanguine

αίμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sangue, discendenza, sanguigna, di sangue, del sangue, il sangue

αίμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sangue, arterial, de sangue, sanguínea, sanguíneo

αίμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geboorte, bloed, afkomst, het bloed, van bloed, bloed te

αίμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
род, темперамент, породистость, происхождение, сок, страстность, кровь, родовитость, порода, крови, в крови, артериального, кровяное

αίμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blod, blodet

αίμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blod, börd, härkomst, blodet

αίμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rietastelija, suku, sukujuuri, veri, jälkeläiset, veren, verta, veressä, verestä

αίμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blod, blodet, blodets, af blod

αίμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
původ, krev, rod, krevní, krve, krevního, krvi

αίμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krew, posoka, natura, pokrewieństwo, krwi, we krwi, blood

αίμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vér, vért, vérben, a vér, vérből

αίμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soy, nesil, kan, kanı

αίμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кров, привчати, темперамент, сік, крові

αίμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjak, gjaku, gjakut, të gjakut, e gjakut

αίμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кръв, кръвно, кръвното, кръвната, кръвна

αίμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кроу, кроў, крыві

αίμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järglased, temperament, veri, vere, veres, verd, verest

αίμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krvni, krvnih, srodnost, krv, krvi, u krvi, krvnog

αίμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blóð, blóði, í blóði, blóðið, blóðkorna

αίμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cruor, sanguis

αίμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kraujas, kilmė, kraujo, kraujyje, kiekis kraujyje, kraują

αίμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
senči, asinis, izcelšanās, asins, asinīs, līmenis asinīs, asiņu

αίμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крв, крвта, на крв, крвниот, крвен

αίμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
origine, sânge, sange, arteriale, de sânge, de sange

αίμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kri, krvi, v krvi, krvni, krvnega

αίμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krv, krvi

Στατιστικά δημοτικότητας: αίμα

Τυχαίες λέξεις