L'homme στα ελληνικά

Μετάφραση: l'homme, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνδρας, άνθρωπος, επανδρώνω, ο, η, το, την, της
L'homme στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • classèrent στα ελληνικά - απόρρητος, τον κατέταξε, τον είχε κατατάξει, που τον κατέταξε, αυτή κατατάχθηκε
  • clôturer στα ελληνικά - πτυχή, εσωκλείω, κλειδαριά, κοντά, διπλώνω, πνιγηρός, περικλείω, ...
  • commune στα ελληνικά - κοινόβιο, πόλη, κοινότητα, μητρόπολη, πόλης, Town, της πόλης, ...
Τυχαίες λέξεις
L'homme στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνδρας, άνθρωπος, επανδρώνω, ο, η, το, την, της