Là στα ελληνικά

Μετάφραση: là, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκεί, αυτό, της, αυτήν, αυτή, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει
Là στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accédées στα ελληνικά - πρόσβαση, προσπελαστεί, προσβάσιμο, προσβάσιμες, η πρόσβαση
  • bonhomme στα ελληνικά - καλόκαρδος, τους συναδέλφους, συναδέλφους, συμπολίτες, συντροφικό, συναδέλφων
  • cache-entrée στα ελληνικά - θυρεός, θυρεό, επιστόμιο, θυρεού, escutcheon
  • compromettons στα ελληνικά - διακυβεύω, συμβιβάζω, συμβιβασμός, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
Τυχαίες λέξεις
Là στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκεί, αυτό, της, αυτήν, αυτή, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει