Διεξοδικός στα αγγλικά

Μετάφραση: διεξοδικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
detailed, extensive, exhaustive, thorough, an exhaustive
Διεξοδικός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεξοδικός

διεξοδικός συνωνυμο, διεξοδικός λόγος, διεξοδικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, διεξοδικός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • διενέργεια στα αγγλικά - accomplishment, proceeding, conducting, carrying, conduct, perform, carry
  • διεξάγω στα αγγλικά - conduct, wage, transact, prosecute, waging
  • διεργασία στα αγγλικά - examination, process, process of, the process, procedure, process is
  • διερεύνηση στα αγγλικά - investigation, exploration, investigate, explore, investigating
Τυχαίες λέξεις
Διεξοδικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: detailed, extensive, exhaustive, thorough, an exhaustive