Légitimer στα ελληνικά

Μετάφραση: légitimer, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιώ, επικυρώνω, νόμιμος, θεμιτός, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο
Légitimer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • appréhension στα ελληνικά - φόβος, φοβάμαι, σφίγγω, ανησυχία, συλλαμβάνω, πιάνω, τρόμος, ...
  • classent στα ελληνικά - ταξινομώ, τάξη, βαθμός, κατάταξη, βαθμού, rank
  • cloîtrer στα ελληνικά - σκάσε, κλείσει το στόμα, κλείσει, βουλώσει, το βουλώσει
  • collée στα ελληνικά - κολλημένα, κολλημένο, κολλημένη, κολλημένες, κολληθεί
Τυχαίες λέξεις
Légitimer στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, επικυρώνω, νόμιμος, θεμιτός, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο