Λέξη: κοκαλιάρης
Σχετικές λέξεις: κοκαλιάρης
παντογνώστης κοκαλιάρης
Μεταφράσεις: κοκαλιάρης
κοκαλιάρης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
skinny, scraggy, Boney
κοκαλιάρης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enjuto, flaco, flaca, delgado, delgada, skinny
κοκαλιάρης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mager, dürr, dünn, dünne, dünnen
κοκαλιάρης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maigre, étique, décharné, mince, maigres, maigrichon
κοκαλιάρης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
secco, magro, magra, scarno, scarna, pelle e ossa
κοκαλιάρης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
magro, magra, magros, magricela, magras
κοκαλιάρης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schraal, sprietig, mager, broodmager, Skinny, magere, Mini
κοκαλιάρης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тощий, исхудалый, худой, тощая, стройная, тощие
κοκαλιάρης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skinny, radmager, mager, tynn, tynne
κοκαλιάρης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mager, Skinny, smal, magra, magert
κοκαλιάρης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luiseva, Skinny, laiha, Prosessinuolet, laihoja
κοκαλιάρης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tynd, mager, skinny, smal, tynde
κοκαλιάρης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vychrtlý, hubený, vyzáblý, vyhublý, tenký, hubená, skinny
κοκαλιάρης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chudy, wychudzony, chuderlawy, chuda, skinny, chude
κοκαλιάρης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sovány, vékony, vézna, csontos, skinny
κοκαλιάρης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sıska, skinny, zayıf, sıska bir, cılız
κοκαλιάρης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
худорлявий, худий, пісне, пісний, худющий, мізерний
κοκαλιάρης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dobët, i thatë, dobët, thatë
κοκαλιάρης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мършав, кльощава, слаб, кльощав, кльощави
κοκαλιάρης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
худы, хударлявы, худзенечкі
κοκαλιάρης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kondine, kõhn, Skinny, alasti, Ujuda, Magere
κοκαλιάρης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mršavko, mršav, mršava, mršavi, mršavo
κοκαλιάρης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
horaður, grannir, grönn
κοκαλιάρης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
liesas, Wybiedzony, nuteistas, skinny
κοκαλιάρης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdilis, vājš, kalsens
κοκαλιάρης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слаби, запуштени, слаб, слаба, тесни
κοκαλιάρης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
slab, skinny, slabă, slăbănog, slabe
κοκαλιάρης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skinny, Vitek, suha, suh, Suhec
κοκαλιάρης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vychudnutý, chudý
Τυχαίες λέξεις