Lacet στα ελληνικά

Μετάφραση: lacet, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορδόνι, δαντέλα, δαντέλες, δαντέλας, lace
Lacet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • braquai στα ελληνικά - μυτερός, αιχμηρός
  • brodés στα ελληνικά - Κεντημένα, Κεντημένες, Κεντημένοι, Κεντημένο, Κεντητά
  • chocolaté στα ελληνικά - σοκολάτα, σοκολάτας, Chocolate, Σοκολάτες, τη σοκολάτα
  • compliqué στα ελληνικά - πολύπλοκος, ακατάστατος, περίπλοκος, προσεγμένος, ροζιάρικός, λεπτομερής, δυσεπίλυτος, ...
Τυχαίες λέξεις
Lacet στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορδόνι, δαντέλα, δαντέλες, δαντέλας, lace