Manoeuvrer στα ελληνικά

Μετάφραση: manoeuvrer, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργασία, ελιγμός, εργάζομαι, εγχειρίζω, δουλεύω, τρέχω, δουλειά, λειτουργώ, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό
Manoeuvrer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accomplir στα ελληνικά - άφεση, εκτελώ, πραγματοποιώ, επιτυγχάνω, εξακολουθώ, ικανοποιώ, περατώνω, ...
  • avilissons στα ελληνικά - εκφαυλίζω, εξευτελίζω, καθαιρώ, υποβαθμίζω, συμπεριφέρομαι, εξευτελίζει, υποβιβάσουν, ...
  • bonhomme στα ελληνικά - καλόκαρδος, τους συναδέλφους, συναδέλφους, συμπολίτες, συντροφικό, συναδέλφων
  • cautionnement στα ελληνικά - εγγύηση, προσχώνω, εγγυώμαι, αντίκρισμα, ίζημα, επαναθέτω, εχέγγυο, ...
Τυχαίες λέξεις
Manoeuvrer στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργασία, ελιγμός, εργάζομαι, εγχειρίζω, δουλεύω, τρέχω, δουλειά, λειτουργώ, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό