Nourrissant στα ελληνικά

Μετάφραση: nourrissant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεπτικός, αξιόλογος, στερεός, τροφικός, θρεπτικός, ουσιαστικός, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία
Nourrissant στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • actualisées στα ελληνικά - ενημερώθηκε, ενημερωμένο, ενημερωθεί, ενημερώνεται, ενημερώνονται
  • avancées στα ελληνικά - προχωρημένος, προκαταβολές, προκαταβολών, προόδους, εξελίξεις, πρόοδος
  • bottées στα ελληνικά - εκκίνηση, εκκινήσει, ξεκινήσει, την εκκίνηση, εκκίνηση του
  • compteurs στα ελληνικά - Μετρητές, Υδρόμετρα, Πάγκοι, Υδρόμετρα για, Απαριθμητές
Τυχαίες λέξεις
Nourrissant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεπτικός, αξιόλογος, στερεός, τροφικός, θρεπτικός, ουσιαστικός, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία