Λέξη: σκάλα

Σχετικές λέξεις: σκάλα

σκάλα σκαμνιάς, σκάλα ονειροκριτης, σκάλα του μιλάνου, σκάλα λακωνίας, σκάλα τετραχρωμίας, σκάλα βραδέτου, σκάλα αλουμινίου, σκάλα ωρωπού, σκάλα της τζαβέλαινας, σκάλα κεφαλονιάς

Συνώνυμα: σκάλα

κλίμαξ κινητή, κλίμαξ

Μεταφράσεις: σκάλα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ladder, staircase, stairway, stairs, stair
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escala, escalera, escalera de, la escalera, escala de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fahrt, leiter, laufmasche, Leiter, Strichleiter
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
échelle, filer, maille, échelle de, ladder, l'échelle, Echelle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scala, scaletta, ladder, scala di, scala da
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escada, laca, escada de, ladder, escala, escadas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ladder, zwemtrap, trap, laddertje, de ladder
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грузчик, стремянка, трап, лестница, лестницы, лестница для
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stige, stigen, ladder
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stege, stegen, steg
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
silmäpako, tikkaat, purkautua, tikapuut, tikkaita, tikkaiden, uimaportaat
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stige, stigen, ladder, ad stigen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oko, žebřík, žebříček, žebříku, žebříčku, ladder
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
drabina, oczko, drabinka, drabiny, drabinie, ladder
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
létra, kotróléc, létrán, létrát, ladder
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
merdiven, merdiveni, ladder, basamak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
леґінь, парубок, хлопчик, хлопець, юнак, сходи, драбина, лестница
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkallë, shkallët, shkallë të, shkallë e, i nxjerr gojët çorapeve
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стълба, стълбата, стълбица, стълби
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
драбiны, лесвіца, ўсходы, усходы, сходы, лесьвіца
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
redel, redeli, redelil, redelit, redelist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljestve, ljestvica, ljestvama, ladder, ljestve su
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stiga, stigi, stiganum, stigann, stiginn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trapas, kopėčios, kopėčių, laiptais, kopėčiomis, laiptų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kāpnes, kāpnēm, kāpņu, trepes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скалилата, скала, скали, скалата, скалила
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scară, scara, general Acte, general Acte Jucator, scară de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lestev, ladder, lestve, lestev za
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rebrík

Στατιστικά δημοτικότητας: σκάλα

Τυχαίες λέξεις