Occasionner στα ελληνικά

Μετάφραση: occasionner, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπτύσσω, συνεπάγομαι, σηκώνω, επικαλούμαι, ανατρέφω, προξενώ, ενεργοποιώ, παρακινώ, δημιουργώ, διεγείρω, περίπτωση, αποσπώ, αναστηλώνω, αιτία, προσκαλώ, ξεσηκώνω, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Occasionner στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accumulent στα ελληνικά - συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
  • allaité στα ελληνικά - θηλάζουν, που θηλάζουν, θηλάσει, θηλάζοντα, θηλάζον
  • campâmes στα ελληνικά - στρατοπέδευσε, στρατοπεδεύσει, στρατοπέδευσαν, εστρατοπεδευσαν, εστρατοπέδευσαν
  • chansonnier στα ελληνικά - τραγουδιστής, τραγουδίστρια, τραγουδοποιός, στιχουργός, Συνθέτης, τραγουδοποιό, Songwriter
Τυχαίες λέξεις
Occasionner στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπτύσσω, συνεπάγομαι, σηκώνω, επικαλούμαι, ανατρέφω, προξενώ, ενεργοποιώ, παρακινώ, δημιουργώ, διεγείρω, περίπτωση, αποσπώ, αναστηλώνω, αιτία, προσκαλώ, ξεσηκώνω, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος