Oeil στα ελληνικά

Μετάφραση: oeil, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Oeil στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arrêtées στα ελληνικά - συνελήφθη, συνελήφθησαν, συλληφθεί, συνέλαβαν, συνέλαβε
  • cautionnement στα ελληνικά - εγγύηση, προσχώνω, εγγυώμαι, αντίκρισμα, ίζημα, επαναθέτω, εχέγγυο, ...
  • classent στα ελληνικά - ταξινομώ, τάξη, βαθμός, κατάταξη, βαθμού, rank
Τυχαίες λέξεις
Oeil στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού