Officiel στα ελληνικά

Μετάφραση: officiel, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίσημος, αξιωματικός, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο
Officiel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • allume στα ελληνικά - δραστήριος, ενεργός, σε, ακμαίος, φώτα, τα φώτα, φώτων, ...
  • anticonceptionnel στα ελληνικά - αντισυλληπτικός, αντισυλληπτικό, αντισύλληψης, αντισυλληπτικά, αντισυλληπτική
  • balayés στα ελληνικά - σάρωσε, σαρώνεται, σάρωσης, σαρώνονται, σάρωσης κυλίνδρου
  • causant στα ελληνικά - προκαλώντας, προκαλεί, προκαλούν, που προκαλεί, που προκαλούν
Τυχαίες λέξεις
Officiel στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίσημος, αξιωματικός, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο