Ont στα ελληνικά
Μετάφραση: ont, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχε, έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adjoignit στα ελληνικά - adjoined, εφαπτόμενα, εφάπτεται, εφάπτονται, γειτονεύει
- artificiel στα ελληνικά - συνθετικός, χλευάζω, σαρκάζω, επιτηδευμένος, περιγελώ, τεχνητός, τεχνητή, ...
- bloc-notes στα ελληνικά - σημειωματάριο, καρνέ, χαρτί πρόχειρων σημειώσεων, το σημειωματάριο, με Scratch pad
- bombardèrent στα ελληνικά - βομβαρδίστηκε, βομβάρδισαν, βομβαρδίστηκαν, βομβάρδισε, βομβαρδίζεται
Τυχαίες λέξεις
Ont στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχε, έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
Μεταφράσεις: έχε, έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε