Originaire στα ελληνικά

Μετάφραση: originaire, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθαγενής, πρωταρχικός, πρώτος, γνήσιος, προϊστορικός, πρωτότυπος, γηγενής, ντόπιος, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού
Originaire στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abhorrés στα ελληνικά - μισείτο, αποτροπιασμένοι, αποστρέφεσαι, μισηθεί
  • aménagée στα ελληνικά - επιπλωμένο, επιπλωμένα, επίπλωση, παρέχεται, επιπλωμένη
  • brunies στα ελληνικά - ροδίσουν, ροδίσει, να ροδίσουν, σκουραίνουν, να ροδίσει
  • colère στα ελληνικά - μνησικακία, θυμός, οργή, λυσσομανώ, μανία, αγανάκτηση, λύσσα, ...
Τυχαίες λέξεις
Originaire στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθαγενής, πρωταρχικός, πρώτος, γνήσιος, προϊστορικός, πρωτότυπος, γηγενής, ντόπιος, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού